- ναρκαλιευτικό
- mayın arama tarama gemisi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ναρκαλιευτικό — το βλ. ναρκαλιευτικός … Dictionary of Greek
ναρκαλιευτικό — το ειδικό πλοίο για τον εντοπισμό και την εξουδετέρωση ναρκών στη θάλασσα: Πριν από τη μοίρα του στόλου πηγαίνουν τα ναρκαλιευτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναρκαλιευτικός — ή, ό [ναρκαλιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναρκαλιεία 2. το ουδ. ως ουσ. το ναρκαλιευτικό ναυτ. κατηγορία πολεμικών ή βοηθητικών πλοίων τού στόλου ειδικά κατασκευασμένων για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων ναρκαλιείας … Dictionary of Greek
ναρκαλιεύω — συλλέγω νάρκες από τη θάλασσα με ναρκαλιευτικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + αλιεύω] … Dictionary of Greek
Αιγιαλία — Ονομασία ελληνικών πολεμικών πλοίων. 1. Αγοράστηκε στο Λονδίνο μαζί με τα πλοία Μονεμβασία και Ναυπλία το 1881. Είχε εκτόπισμα 300 τόνων. Ήταν σιδερένιο και εφοδιασμένο με μηχανές ιπποδύναμης 300 ίππων, που έδιναν ταχύτητα 9 κόμβων. Μπορούσε να… … Dictionary of Greek